- πρωτόβουλος
- -η, -ο / πρωτόβουλος, -ον, ΝΜ1. αυτός που αναπτύσσει πρωτοβουλία2. (στο Βυζ.) (ως αξίωμα) ο πρώτος αυτοκρατορικός σύμβουλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό-βουλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.